τελειοποιός

τελειοποιός
-όν, ΜΑ, και τελοποιός, -όν, Α
αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τελειοποιώ — τελειοποιῶ, έω, ΝΜΑ [τελειοποιός] κάνω κάτι τέλειο, ολοκληρώνω νεοελλ. βελτιώνω, καλυτερεύω μσν. 1. καθιστώ τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῑν δι ἀποκάρσεως», Βαλσ.) 2. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο τού γάμου …   Dictionary of Greek

  • τελοποιός — όν, Α βλ. τελειοποιός …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՏԱՐՈՂԱԿԵՐՏ — ( ) NBH 1 1063 Chronological Sequence: Unknown date ա. τελειοποιός . Տ. ԿԱՏԱՐԵԼԱԳՈՐԾ. *Առ ʼի յաստուածականէն եւ կատարողակերտէ ʼի ձեռն ասացելոցն տեսանի եւ կայումն. Մաքս. եկեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”